ερυθρίαση — η (AM ἐρυθρίασις, Α ιων. τ. ἐρυθρίησις) [ερυθριώ] το κοκκίνισμα τού προσώπου (και γενικά τού δέρματος) κυρίως από ντροπή … Dictionary of Greek
αψιθυμία — Ισχυρή διατάραξη του θυμικού από εξωτερικές παραστάσεις ή ερεθίσματα. Εκδηλώνεται με ερυθρίαση ή ωχρίαση, ανικανότητα κυριαρχίας, σπασμωδικές συσπάσεις του προσώπου κ.ά. Γενικά το άτομο που κατέχεται από α. χάνει την ψυχική του ισορροπία και τον… … Dictionary of Greek
ενερευθής — ἐνερευθής, ές (Α) [έρευθος] 1. κοκκινωπός, υποκόκκινος, ερυθρωπός 2. το ουδ. ως ουσ. το ἐνερευθές ερυθρίαση, ερύθημα, κοκκίνισμα («παρειῶν τὸ ἐνερευθές», Λουκ.) … Dictionary of Greek
ερυθριασμός — ἐρυθριασμός, ὁ (AM) η ερυθρίαση … Dictionary of Greek
κοκκίνισμα — το [κοκκινίζω] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού κοκκινίζω, το να γίνει κάτι κόκκινο, ερυθρίαση, ερύθημα 2. το ψήσιμο με λάδι ή βούτυρο, στο τηγάνι ή σε χύτρα, ενός εδέσματος, κυρίως κρέατος, μέχρις ότου αυτό κοκκινίσει, τσιγάρισμα, καβούρντισμα,… … Dictionary of Greek